- ειδησεογραφικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην ειδησεογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ειδησεογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)